SEARCH AND PRESS ENTER
Georgios Sikeliotis

Georgios Sikeliotis

Greek
1917-1984

Βιογραφία

Ύστερο μέλος της αποκαλούμενης «γενιάς του ‘30» στη Νεοελληνική Ζωγραφική, όρος που ανάγεται περισσότερο στην αντίστοιχη γενιά στη Νεοελληνική Λογοτεχνία με τους δύο νομπελίστες ποιητές της και δεν διατηρεί την ίδια αυτοτέλεια στις εικαστικές τέχνες, γεννημένος στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας (στις 4 Φεβρουαρίου 1917) λίγα χρόνια πριν την Καταστροφή, ο ζωγράφος και χαράκτης Γιώργος Σικελιώτης μεγάλωσε από το 1922 και μετά στην προσφυγική συνοικία της Καισαριανής, δουλεύοντας για πολλά χρόνια στο Παντοπωλείο του πατέρα του. Το 1935 εισάγεται στην Α.Σ.Κ.Τ., όπου μαθητεύει δίπλα στον Δημήτριο Μπισκίνη (1891-1947) αρχικά και τον Κωστή Παρθένη (1878-1967) στη συνέχεια, από όπου αποφοιτά το 1940. Την περίοδο 1941-1944 κάνει μόνο μερικά σχεδιάσματα και μικρά έργα, τσέπης, όπως δηλώνει (σε ντοκιμαντέρ του Γιώργου Εμιρζά το 1975 στην ΕΡΤ): «Δεν μπορούσα να ζωγραφίσω όταν ο λαός μας πέθαινε από την πείνα, τις κακουχίες, την τρομοκρατία και τις εκτελέσεις (…) έκανα κάτι πολύ πιο ωφέλιμο: πολέμαγα τον κατακτητή». Το 1945 συνάπτει γάμο με τη Χαρίκλεια Κωνσταντινίδη, δασκάλα χορού, με την οποία θα αποκτήσουν δύο παιδιά, τη Βάσω και τη Φωτίκα. Η περίοδος του 1945-1950 είναι η περίοδος της εικαστικής του ωρίμανσης, οπότε απελευθερώνεται σταδιακά από όσα τον βαραίναν από τη μαθητεία του στην ΑΣΚΤ, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου. Λόγω της συμμετοχής του στον αγώνα κατά του κατακτητή, καθώς και της αργής αλλά με σίγουρα βήματα διαδικασίας ανακάλυψης του προσωπικού του ύφους, η πρώτη ατομική έκθεση του έργου του θα αργήσει σχετικά, αφού θα την οργανώσει μόλις το 1954 στις αίθουσες του «Βήματος». Στη συνέχεια θα εκθέσει το έργο του σε πολυάριθμες ατομικές, με την επόμενη να οργανώνεται το 1958 στο «Ζυγό», όπου εκθέτει φιγούρες του Καραγκιόζη. Το 1960 εκθέτει επίσης στον «Ζυγό» και το 1961 στις αίθουσες της καλλιτεχνικής ομάδας «Τέχνη» στη Θεσσαλονίκη. Το 1963 εκτίθενται 26 πίνακές του για το ημερολόγιο της Α.Γ.Ε.Τ. (Ηρακλής), πάλι στο «Ζυγό», και το ίδιο έτος παρουσιάζεται ατομική έκθεση του έργου του στην «Ελληνο-Αμερικανική Ένωση». Το 1965, υπό την αιγίδα του ελληνικού προξενείου, οργανώνεται ατομική έκθεσή του στην Greek Island Gallery της Νέας Υόρκης. Με ένα μικρό κενό χρονικό διάστημα, λόγω της χούντας που εγκαθίσταται από τους συνταγματάρχες στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια της οποίας ταξιδεύει το 1971 στην Αγγλία όπου θα παραμείνει για έξι μήνες ζωγραφίζοντας συνοικίες και σπίτια της «Παλιάς Αγγλίας», θα εκθέσει πάλι έργο του το 1973 στον «Κοχλία» της Θεσσαλονίκης και στην Κρήτη το ίδιο έτος από κοινού με τη χαράκτρια Βάσω Κατράκη (1914-1988). Το 1974 εκθέτει κατά σειρά στις «Νέες Μορφές» στην Αθήνα, στην «Αργώ» στη Λευκωσία, στο Βρετανικό Συμβούλιο στην Αθήνα, όπου παρουσιάζει έργα του από τις περιηγήσεις του στην Αγγλία. Το 1975 διοργανώνεται αναδρομική έκθεση του έργου του στην Εθνική Πινακοθήκη από τον Δημήτρη Παπαστάμο, στο πλαίσιο του εορτασμού των 75 ετών λειτουργίας της, και με την ευκαιρία των εγκαινίων του νέου κτηρίου της το επόμενο έτος. Οι καλλιτέχνες που επιλέγονται να εκπροσωπήσουν την νεοελληνική ζωγραφική είναι κατά σειρά οι Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας (1906-1994), Γ. Γουναρόπουλος (1889/90-1977), Σικελιώτης, Τάσσος (1914-1985) και Σπ. Βασιλείου (1903-1985). Το ίδιο έτος εκθέτει και στη Λάρισα, στη γκαλερί «Εργαστήρι». Το 1978 οργανώνει αναδρομική έκθεση σχεδίου στις «Νέες Μορφές» και το 1979 στη «Διαγώνιο» του Ντίνου Χριστιανόπουλου (1931-2020) στη Θεσσαλονίκη. Το 1980 οργανώνονται δύο ατομικές εκθέσεις του στη γκαλερί «Χρυσόθεμις» στο Χαλάνδρι και στην «Αίθουσα Τέχνης Πειραιά». Συμμετείχε σε δεκάδες ομαδικές εκθέσεις, όπως στις Πανελλήνιες των ετών 1948, 1952, 1965 και 1975, ενώ ήταν μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας «Στάθμη». Έργο του εκτέθηκε επίσης στην Έκθεση Νεοελληνικής Τέχνης στη Ρώμη το 1953, στην έκθεση 10 Ελλήνων ζωγράφων στη γκαλερί Robertson του Μόντρεαλ το 1954 και το 1958, στη 2η Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας το 1957-58, στο Ελσίνκι το 1960, στο Λίνεν της Γερμανίας το 1961-62, στο Βελιγράδι το 1962, στη Μόσχα το 1963-64, καθώς και στην «Art Basel» στην Ελβετία το 1976, αλλά και στην Οτάβα και το Τορόντο. Το 1960 επιλέγεται μεταξύ των υποψηφίων για το βραβείο Guggenheim και λαμβάνει εύφημο μνεία για το έργο του Κορίτσια με Περιστέρια. Την τελευταία περίοδο της ζωής του, από το 1977 έως το 1983, διατήρησε εργαστήριο στο Παρίσι. Εικονογράφησε επίσης πολλά λογοτεχνικά βιβλία, μουσικά άλμπουμ, μαθητικά βιβλία κ.ά. Έργο του βρίσκεται στην ΕΠΜΑΣ, στην Πινακοθήκη Δημαρχίας στο Λίνεν της Γερμανίας, στο Δήμο της Αθήνας, στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, στη World House Gallery της Νέας Υόρκης, στη Συλλογή της Βουλής των Ελλήνων, στο Υπουργείο Παιδείας, στα Μουσείο Βορρέ και Πιερίδη, στις Συλλογές της Εθνικής Τράπεζας, της Alpha Bank και της Εταιρείας Τσιμέντων «Ηρακλής – Όλυμπος», στο Τελλόγλειο Ίδρυμα του Α.Π.Θ., στη Λέσχη Γραμμάτων και Τεχνών Βορείου Ελλάδος, στη Μακεδονική Καλλιτεχνική Εταιρεία «Τέχνη», καθώς και σε Δημοτικές Πινακοθήκες σε Θεσσαλονίκη, Ρόδο, Μυτιλήνη, Καλαμάτα, Ηράκλειο, Ξάνθη, Λάρισα, Έδεσσα, Σέρρες, Καβάλα, Βέροια, Φλώρινα, Ζίτσα, Μεσολόγγι, Σπάρτη, Λεωνίδιο, Κέα, Ελευσίνα κ.α. Οργάνωσε μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας περισσότερες από 25 ατομικές εκθέσεις «Καλλιτεχνικής Αποκέντρωσης» στην ελληνική περιφέρεια, δωρίζοντας έργα στις αντίστοιχες δημοτικές πινακοθήκες που συγκροτήθηκαν τότε σε συνδυασμό και με άλλες δωρεές. Πέθανε στην Αθήνα στις 4 Σεπτεμβρίου του 1984 και τάφηκε στην Καισαριανή με τιμητική δαπάνη του Δήμου.

Το έργο του Γ. Σικελιώτη έχει στο επίκεντρό του τον άνθρωπο, με χαρακτηριστικό στοιχείο του την αμεσότητα και την ανυπόκριτη και συνεπή ηθική στάση του, ενώ εντοπίζει τις αφετηρίες του κυρίως στο λαϊκό θέατρο σκιών, αλλά και στη βυζαντινή μετωπική και διδιάστατη απεικόνιση των μορφών, και τη μελανόμορφη αρχαιοελληνική αγγειογραφία του 6ου αιώνα. Όπως θα καταθέσει ο ίδιος στο ντοκιμαντέρ για εκείνον που αναφέρθηκε: «Ζωγραφίζω τον άνθρωπο γράφοντας τα στοιχεία του ένα-ένα. Τη ζωγραφική μου θα τη βγάλω πιο πολύ με το σχήμα, παρά με το παιχνίδισμα που κάνει το φως, η σκιά ή το χρώμα». Η τεχνική του τον βοηθάει να επιτύχει τη διακριτική αλλά στέρεα ανάδυση των αιώνιων θεμάτων που απεικονίζει με τη ζωγραφική του, καθώς εναποθέτει σε αλλεπάλληλα στρώματα το χρώμα, διατηρώντας μια συνεχή ενότητα στην εργασία του: «δεν με ενδιαφέρει το έργο κάθε ένα μόνο του παρά μόνο στην επεξεργασία του (…) το έργο το θέλω συνέχεια ζωής». Χαρακτηριστικό της εικαστικής γραφής του είναι το ομοιόμορφο γέμισμα των φιγούρων του «με χρώμα επεξεργασμένο μονάχα με ξυσίματα για την απόδοση παλμού και τόνου», όπως θα τονίσει η Ελένη Βακαλό (Η φυσιογνωμία της μεταπολεμικής τέχνης στην Ελλάδα. Τρίτος τόμος: Ο μύθος της Ελληνικότητας, Αθήνα 1983). Η ύλη των χρωμάτων του είναι σκόνες βαρελιού που τις διαλύει σε αυγό (βλ. Ελένη Βακαλό, Κριτική εικαστικών τεχνών: 1950-1974, επιλογή-επιμέλεια Όλγα Δανιηλοπούλου, Αθήνα 1996, τ. Α’, σ. 14). Συχνότερα ανακατεύει την τέμπερα με ασετόν (βλ. Κριτικές για το έργο του Γιώργου Σικελιώτη 1950-1975, Αθήνα 1975, σ. 17). Ο καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης Μιλτιάδης Παπανικολάου θα τονίσει (Η ελληνική τέχνη του 20ού αιώνα. Ζωγραφική – Γλυπτική, Θεσσαλονίκη 2006 σ. 158) την προέλευση των σκληρών και σκιωδών περιγραμμάτων του από τις λαϊκές αφίσες, καθώς και τις αντι-ρεαλιστικές προθέσεις του. Ο Τώνης Σπητέρης επίσης θα διακρίνει (Κριτικές για το έργο του Γιώργου Σικελιώτη 1950-1975, Αθήνα 1975, σ. 17), ήδη το 1952, την υψηλή πνευματικότητα που χαρακτηρίζει τη «θέληση αρχιτεκτονικής» και το «δέσιμο σχημάτων και χρωμάτων» της ζωγραφικής του. Ο Μαρίνος Καλλιγάς, το 1960, θα αναφερθεί (ό.π., σ. 64) στα εξής κύρια χαρακτηριστικά του έργου του: «απλότητα της μορφής, στερεότητα της σύνθεσης, λιτότητα των επί μέρους στοιχείων». Είναι γεγονός, πάντως, πως ο Σικελιώτης δεν παρασύρεται σε λυρικές εξάρσεις και περιγραφικές απεικονίσεις, όπως τονίζει και η Έφη Φερεντίνου (ό.π., σ. 67), το ίδιο έτος με τον Καλλιγά: «η πρόθεση του παραμένει πάντα γνήσια πλαστική». Ο Μανόλης Ανδρόνικος, σε κείμενό του στο Βήμα το επόμενο έτος, υπογραμμίζει (ό.π., σ. 89) ότι: «στους πίνακες του Σικελιώτη υπάρχει μια ριζική αντινομία, αυτή που τους δίνει ένα τραγικό, θα λέγαμε, χαρακτήρα» και προχωράει σε μια βαθυστόχαστη και προωθημένη παρατήρηση (ό.π., σ. 91) για την εποχή του: «το ίδιο χάος, η ίδια αγωνία, το ίδιο αδιέξοδο που συνέχει τους  πιο “αφηρημένους” και “άμορφους” ζωγράφους της εποχής μας. Τούτο πρέπει να σημαίνει πως το μήνυμα και αυτού και εκείνων δεν είναι επίπλαστο». Από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του έργου του Σικελιώτη ήταν ο Γ. Π. Σαββίδης (1929-1995), ο οποίος δίνει την ακόλουθη ερμηνεία (ό.π., σ. 101) στα «σικελιώτικα» έργα: τα βρίσκει ακριβώς «συνειδητά και συνθετικά, αυθεντικά και σεβάσμια, ρωμαλέα και εράσμια». Τα χρώματα του Σικελιώτη είναι γήινα, με την όμπρα, την ώχρα και τη σιένα να κυριαρχούν. Το έργο του διακρίνεται ακόμα από μια πικρή συνειδητοποίηση εκείνων των μορφών της ζωής που χάνονται μέσα στον ταχέως μεταβαλλόμενο κόσμο του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Όπως τονίζει η Ντιάνα Αντωνακάτου (ό.π., σ. 121), στη ζωγραφική του συναντάμε «μια επιτυμβιακή στάση, που σημαίνει ένα “χαίρε” προς τη ζωή, προς την καλή, αγαπητή ζωή του λαού». Μετά τη Δικτατορία ο Σικελιώτης θα εντυπωσιάσει τους τεχνοκριτικούς, αυτή τη φορά με τα τοπία του, τα οποία χωρίς να προδίδουν το απεικονιζόμενο αντικείμενο αποτελούν μια ευαίσθητη μεταφορά του στον ψυχικό ζωγραφικό κόσμο του Σικελιώτη, θυμίζοντας στη διάθεση και την πηγαιότητα της έμπνευσης τους ρομαντικούς τοπιογράφους. Ο ακαδημαϊκός Χρύσανθος Χρήστου επισημαίνει το 1978 (Κριτικές για το έργο του Γιώργου Σικελιώτη 1975-1980, Αθήνα 1982, σ. 83) για το έργο του Σικελιώτη «ότι το χρώμα είναι σχεδιαστική και εκφραστική αξία, ταυτόχρονα όπως είναι και πλαστική αξία, που επιβάλλει ένα νέο όραμα του κόσμου και της ζωής». Οι επιδράσεις του Σικελιώτη δεν είναι παρόλα αυτά άσχετες με τον Κυβισμό που επικρατεί τον 20ο αιώνα στη Γαλλία, με κυρίαρχη τη μορφή του Πικάσο, αλλά και την μεταπολεμική τάση προς την αφαίρεση, που ανάγεται, όμως, όπως και ο Κυβισμός, και στον πρωτογονισμό που επιδρά καθοριστικά στη μοντέρνα ζωγραφική, μετά και την ανακάλυψη της τέχνης των πρωτόγονων φυλών και της ζωγραφικής αυτοδίδακτων καλλιτεχνών της ποιότητας του Henri -τελώνη- Rousseau (1844-1910) και του Θεόφιλου Κεφαλά-Χατζημιχαήλ (1870-1934). Ο Σικελιώτης ζωγραφίζει κι εκείνος με την ίδια αφέλεια στην πρόθεση αλλά και την βαθιά αφοσίωση στην επιτέλεση της δημιουργικής διαδικασίας αυτών των ζωγράφων. Όπως δηλώνει ο ίδιος (ό.π., σ. 65) στην ερώτηση γιατί ζωγραφίζεις: «Ένας φτιάχνει το χαλασμένο ραδιόφωνο μόνος του και λέει: εγώ το ‘φτιαξα! Φτιάχνει το χαλασμένο λουκέτο και λέει: εγώ το ‘φτιαξα! Και χαίρεται…».

Ανέστης Μελιδώνης
Ιστορικός Τέχνης
Επιστημονικός Συνεργάτης του Ιδρύματος Ελληνική Διασπορά